μπαγιατοπάζαρο

μπαγιατοπάζαρο
το
1. αγορά στην οποία πωλούνται μπαγιάτικα τρόφιμα σε χαμηλότερες τιμές
2. (γενικά) αγορά όπου πωλούνται παλιά και φθαρμένα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayat + παζάρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”